- φαραγγίτης
- φαραγγί̱της , φαραγγίτηςofmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
φαραγγίτης — ὁ, Α (για άνεμο) αυτός που πνέει από φαράγγι. [ΕΤΥΜΟΛ. < φάραγξ, γγος + επίθημα ίτης (πρβλ. στυλ ίτης)] … Dictionary of Greek